- λέκτρων
- λέκτρονcouchneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για … Dictionary of Greek
απειρόγαμος — ἀπειρόγαμος, ον (AM) αυτός που δεν έλαβε πείρα γάμου, που δεν έχει γνωρίσει τον γάμο, παρθένος «ἀπ. νύμφα», «ἀπειρόγαμος νύμφη ἢ κόρη» (για τη Θεοτόκο), «ἀπειρογάμων ἀπὸ λέκτρων» (από το παρθενικό κρεβάτι, Νόννος) … Dictionary of Greek
επίκοινος — η, ο (Α ἐπίκοινος, ον) [κοινός] 1. αυτός που ανήκει συγχρόνως σε δύο ή περισσότερους, συντροφικός («ἐπίκοινον δὲ τῶν γυναικῶν τὴν μεῑξιν ποιεῡνται», Ηρόδ.) 2. γραμμ. φρ. «ἐπίκοινα ὀνόματα» ουσιαστικά ονόματα ζώων, που με το ίδιο γραμματικό γένος… … Dictionary of Greek
σύννομος — (I) και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που βόσκει μαζί με άλλα, που ζει κατά αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ ἐσορῶν», Θεόκρ. β. «ὁ δὲ ταῡρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ζει με … Dictionary of Greek